- προσκίασμα
- -άσματος, τὸ, Μ1. σκέπασμα, κάλυμμα για σκιά2. μτφ. πρόφαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σκίασμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μωυσής — I Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης, νομοθέτης του εβραϊκού λαού και ελευθερωτής του από τη δουλεία στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη διήγηση της Εξόδου, διέφυγε κατά θαυμαστό τρόπο τη διαταγή του Φαραώ για την εξολόθρευση όλων των παιδιών των Εβραίων· σώθηκε… … Dictionary of Greek